αγλάισμα

αγλάισμα
τό
1) украшение; 2) краса, гордость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγλάισμα" в других словарях:

  • ἀγλάισμα — ἀγλάϊσμα , ἀγλάισμα ornament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλάισμα — ἀγλάισμα, το (Α) [ἀγλαΐζω] αυτό για το οποίο χαίρεται κανείς, κόσμημα, στολίδι, τιμή, καμάρι …   Dictionary of Greek

  • ἀγλάισμ' — ἀγλάϊσμα , ἀγλάισμα ornament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαΐζω — ἀγλαΐζω (AM) λαμπρύνω, στολίζω, τιμώ, δοξάζω. αρχ. 1. δίνω κάτι ως τιμή ή ως κόσμημα 2. μεσ. στολίζομαι με κάτι και νιώθω ευχαρίστηση γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀγλάισμα, ἀγλαϊσμός, ἀγλαϊστός] …   Dictionary of Greek

  • τἀγλαίσματα — ἀγλαΐσματα , ἀγλάισμα ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαισμάτων — ἀγλαϊσμάτων , ἀγλάισμα ornament neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίσμασι — ἀγλαΐσμασι , ἀγλάισμα ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίσμασιν — ἀγλαΐσμασιν , ἀγλάισμα ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίσματα — ἀγλαΐσματα , ἀγλάισμα ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίσματι — ἀγλαΐσματι , ἀγλάισμα ornament neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»